παγαίνω

παγαίνω
(διαλ. τ.) πηγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπαγ-αίνω (με σίγηση τού αρκτικού υ-) από τον πρτ. και αόρ. τού αρχ. ὑπάγω κατά το σχήμα έμαθα: μαθαίνω, έτυχα: τυχαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάγεμα — το [παγαίνω] ο πηγεμός, η μετάβαση σε έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • πηγαιμός — και πηγεμός και παγεμός και παημός και παεμός, ο, Ν [πηγαίνω / παγαίνω] το να πηγαίνει κανείς κάπου, η μετάβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”